- ελλείπω
- (AM ἐλλείπω)λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχωμσν.- νεοελλ.(το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείπονταοι ελλείψειςαρχ.1. εγκαταλείπω2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων3. παραλείπω4. αποδεικνύομαι ελλιπής5. είμαι πολύ μικρός6. (με γεν. πράγματος) έχω ανάγκη, στερούμαι («πολλῷ ἔτι πλέον τούτου ἐλλείπομεν», Θουκ.)7. απρόσ. υπάρχει έλλειψη8. είμαι κατώτερος, υστερώ σε κάτι9. αμελώ, παραμελώ.
Dictionary of Greek. 2013.